- ανάργητος
- η , ο1) неопоздавший; 2) своевременный; 3) неустанный, неуёмный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάργητος — η, ο 1. αυτός που ήλθε χωρίς άργητα, χωρίς καθυστέρηση, έγκαιρα 2. αυτός που ενεργεί χωρίς να χρονοτριβεί 3. ακούραστος, άοκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + άργητος άλλος τ. του αργητός, του οποίου ο αναβιβασμός του τόνου οφείλεται σ’επίδραση του… … Dictionary of Greek